Από το Αποδούλου Αμαρίου στα Λονδρέζικα σαλόνια…
Η Καλλίτσα και ο Ρόμπερτ αφηγούνται…
Όταν πλησίαζε ο στρατός στο Αποδούλου, όλοι οι χωριανοί εγκαταλείψαμε τα σπίτια μας. Τα γυναικόπαιδα κρυφτήκαμε σε διάφορες κρυψώνες και οι άντρες οχυρώθηκαν στη βουνοπλαγιά πάνω από τον οικισμό.
Εγώ με τα αδέρφια μου και τη μητέρα μας κρυφτήκαμε σε μια καλύβα στον κάμπο, μακριά από τον δρόμο που θα περνούσε ο στρατός. Ήμασταν κουλουριασμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο και κάναμε απόλυτη ησυχία για να μην μας αντιληφθεί κανείς.
Όμως, 2 στρατιώτες που είχαν ξεμακρύνει από το υπόλοιπο άγημα μας ανακάλυψαν. Μπήκαν στην καλύβα και μόλις μας είδαν μας άρπαξαν βίαια και με φωνές μας έβαλαν με το ζόρι σε ένα κάρο μαζί με άλλους αιχμαλώτους.
Τελικά τη μητέρα μου και το μικρότερό μου αδερφό, το Σταυρουλιώ τους άφησαν ελεύθερους. Καθώς έφευγε το κάρο, θυμάμαι ακόμα τη μητέρα μου που έτρεχε μάταια πίσω μας κλαίγοντας κι εκλιπαρώντας τους στρατιώτες να μας ελευθερώσουν.
…Στον δρόμο με χώρισαν από τον αδερφό μου τον Γιώργη, τον οποίο δεν ξαναείδα ποτέ από τότε. Στη συνέχεια, μαζί με άλλες κρητικοπούλες μας μετέφεραν στα Χανιά κι από ‘κει στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου μας πούλησαν σε ένα σκλαβοπάζαρο. Ήμουν πολύ φοβισμένη κι έκλαιγα συνεχώς.
Θυμάμαι τον πρώτο καιρό πόση νοσταλγία ένιωθα, μου έλειπαν αφάνταστα οι γονείς και τ’ αδέρφια μου. Ευτυχώς, χάρη στα νέα αφεντικά μου συνήθισα γρήγορα. Εκτίμησαν πολύ την εξυπνάδα μου και με έστειλαν στο σχολείο, όπου έμαθα άπταιστα αγγλικά.
Όταν έγινα 16 ετών εκτός από καλλονή, ήμουν και μορφωμένη, ώστε μπορούσα να συζητάω άνετα με τους αριστοκρατικούς κύκλους του Λονδίνου. Θυμάμαι, όταν σε μια δεξίωση γνώρισα τον γοητευτικό λόρδο Ρόμπερ Χέι, γιο του Σκωτσέζου ναυάρχου του αγγλικού στόλου Τζον Χέι.
Όταν γνώρισα την Καλλίτσα υπηρετούσα ακόμη ως αξιωματικός του αγγλικού πολεμικού ναυτικού. Εντυπωσιάστηκα πολύ από την εξωτική ομορφιά και την προσωπικότητά της. Ερωτευτήκαμε αμέσως κι εγώ μετά από λίγο καιρό της ζήτησα να γίνει γυναίκα μου.
Εγώ δέχτηκα με ενθουσιασμό! Ο Ρόμπερτ ήταν ο πιο καλλιεργημένος και ευγενικός νέος που είχα γνωρίσει. Ζήσαμε πολύ ευτυχισμένοι μαζί και αποκτήσαμε τέσσερα παιδιά.
Δεν ήμασταν όμως ένα συνηθισμένο ζευγάρι. Εγώ πήγαινα στην Αίγυπτο για ανασκαφές και η Καλλιτσα με ακολουθούσε σ’ αυτές τις αποστολές, όπου ζήσαμε συναρπαστικές εμπειρίες μαζί!
Είχαν περάσει 20 ολόκληρα χρόνια, όμως εγώ ποτέ δεν έπαψα να νοσταλγώ την οικογένειά μου στην Κρήτη. Έτσι, όταν ο στόλος άραξε στη Σούδα, παρακάλεσα τον Χέι να με βοηθήσει να ξαναβρώ τους δικούς μου.
Ζήτησα ο ίδιος από τον Τούρκο διοικητή του νησιού, να μας βοηθήσει να βρούμε τον πατέρα της Καλλίτσας. Εκείνος δέχτηκε και μετά από λίγες μέρες ο πεθερός μου εμφανίστηκε μπροστά μας.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή που αντίκρυσα τον πατέρα μου. Αρχικά δεν με αναγνώρισε φυσικά, αφού είχε να με δει από τότε που ήμουν κοριτσάκι. Για να σιγουρευτεί λοιπόν ότι ήμουν εγώ η χαμένη κόρη του, με ρώτησε διάφορά πράγματα για το σπίτι μας. Εγώ βέβαια τα θυμόμουν όλα, ακόμα και τη χαρουπιά στην αυλή μας.
Ο πατέρας μου με παρακάλεσε να πάω μαζί του στο Αποδούλου. Όμως ο στόλος έπρεπε ν’ αναχωρήσει. Έτσι, πριν φύγω υποσχέθηκα στον πατέρα ότι θα επέστρεφα σύντομα στο Αποδούλου, για να δω τη μάνα και τον μικρό μου αδελφό, που τόσο πολύ τους αγαπώ και μου λείπουν.
Ήταν η πρώτη φορά που επισκεπτόμουν τη γενέτειρα της Καλλίτσας. Αρχικά ένιωθα λίγο αμήχανα, αλλά οι φιλόξενοι κάτοικοι του Αποδούλου με έκαναν να νιώσω γρήγορα πολύ όμορφα.
Αποφάσισα να χτίσω εδώ ένα όμορφο, αρχοντικό σπίτι, για περνάμε με την Καλλίτσα τα καλοκαίρια με τα παιδιά μας κοντά στην οικογένεια της γυναίκας μου.
Το χτίσιμο του σπιτιού ανέλαβαν οι πιο φημισμένοι μάστορες από την Κάρπαθο. Επίσης, για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκε χώμα από τη Σαντορίνη και μάρμαρο από τη Μάλτα.
Η αγωνία μου καθώς πλησιάζαμε στο Αποδούλου, που είχα να το δω πάνω από 20 χρόνια, ήταν τεράστια. Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει στη σκέψη πως θα αντάμωνα ξανά τη μάνα και το μικρό μου αδερφό.
Η στιγμή της επανένωσης ήταν πολύ συγκινητική. Η γυναίκα μου έπεσε στην αγκαλιά της μητέρας της. Έκλαιγαν και οι δυο από χαρά για πολλή ώρα.
Η μαμά ήταν τόσο ευτυχισμένη που είδε ξανά την οικογένειά της από την Κρήτη. Κι εμείς τα παιδιά ήμασταν πολύ χαρούμενα που γνωρίσαμε επιτέλους τον παππού Αλεξανδρή και τη γιαγιά Αγγελικώ, αλλά και τον θείο Σταυρουλιώ.
Η πρώτη μας οικογενειακή επίσκεψη στο Αποδούλου μας έμεινε αξέχαστη. Από τότε και κάθε καλοκαίρι, ερχόμασταν στο χωριό και μέναμε στο όμορφο πυργόσπιτό μας.
Σε αυτό το υπέροχο σπίτι ζήσαμε τα πιο ξένοιαστα καλοκαίρια με τον Ρόμπερτ και τα παιδιά, δίπλα στους γονείς μου και τον Σταυρουλιώ.
Ήταν δύσκολο να ταξιδέψω χωρίς τον Ρόμπερτ στην Τουρκοκρατούμενη ακόμα Κρήτη. Ένα τέτοιο ταξίδι την εποχή εκείνη διαρκούσε πολλές μέρες, ήταν δύσκολο, αλλά και επικίνδυνο.
Όταν οι Τούρκοι προσπάθησαν να καταστείλουν την επανάσταση στο Αποδούλου, ο αδερφός μου Σταυρουλιός ύψωσε την αγγλική σημαία στην ταράτσα του σπιτιού μας, μήπως και το προστατέψει από την οργή τους, όμως δεν τα κατάφερε.
Κάποια στιγμή, όταν οι στρατιώτες περικυκλώθηκαν από τους επαναστάτες, οχυρώθηκαν μέσα στο σπίτι μας, που ήταν το μεγαλύτερο και το πιο γερό στο χωριό. Ο Σταυρουλιός, μαζί με τους κρητικούς αντάρτες ετοιμάστηκαν τότε να το κάψουν με τους Τούρκους μέσα. Ευτυχώς, για το αρχοντικό μας, την τελευταία στιγμή το εγκατέλειψαν οι εχθροί, κι έτσι σώθηκε.